- δαμάλεων
- δαμάλεω̆ν , δάμαλιςyoung cowfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
FOENUM — beum pabulum, Iob. c. 40. v. 1. ubi de Behemoth, sen hippopotamo, ut Bocharto visum, dicitur; Foenum quasi bos comedet, ut Hebraea Hieronym. vertit. Unde est, quod apud Sirachidem arator invigilat ἐις χορτάσματα δαμάλεων, Eccl. c. 38. v. 28. Et… … Hofmann J. Lexicon universale
εμβολιασμός — Διαδικασία ενοφθαλμισμού λοιμώδους νόσου στον οργανισμό, μέσω εισαγωγής εμβολίων στο σώμα, με σκοπό να ανοσοποιηθεί ενεργητικά, δηλαδή μέσω της παραγωγής αντισωμάτων. Τα εμβόλια χρησιμοποιούνται τόσο για την πρόληψη (προφυλακτικά εμβόλια) όσο και … Dictionary of Greek